- τετειχισμένας
- τετειχισμένᾱς , τειχίζωbuild a wallperf part mp fem acc plτετειχισμένᾱς , τειχίζωbuild a wallperf part mp fem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.